- θούγια
- ηβλ. τούγια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τούγια — και θούγια, η, Ν βοτ. γένος γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδες τής τάξης κωνοφόρα τής κλάσης κωνιφερόφυτα και περιλαμβάνει 6 είδη ρητινοφόρων αειθαλών δένδρων και θάμνων τα οποία είναι ιθαγενή τής Βόρειας Αμερικής και τής… … Dictionary of Greek